Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Μερτιβούλη

Ήρθε λυτρωτικά χαράζοντας τα δάχτυλά του στην γραμμή του μολυβιού.
Η ανάσα μετρίαζε τον πόνο, η μορφή υπάκουε θεληματικά στην εριδίζουσα ανάγκη.
Ιστοί στον τάφο και στον πάτο του σπιτιού κινούν σπαρακτικά την πλάκα της θύμησης.
Ίχνη
Γειτνιάσεις απερίσκεπτου κάλλους στους τοίχους των σπιτιών.
Αιτίες. Μόνιμα νοήματα. Δίχως. Χρησιμότης.
Αρρενωπές σκιές προβάλλουν επιμόνως.
Θνησιγενή κοράκια κλείνουν τον ύμνο της αγάπης στα μειλίχια βλέμματα των περαστικών.
Νόηση.
Η ελπίς καθίσταται ατέρμονη έλξη αναγκών προσοδοφόρων.
Ευοίωνες μορφές. Η αλήθεια βουβαίνει το πλήθος που κραυγάζει ορισμών και ουσίας κηρύγματα.
Δίχως.
Δέρματα κατάστικτα με όμορφα πλεγμένα συρματόσχοινα.
Η αγάπη πονά σε κορμιά γυαλισμένα, λουσμένα, τυλιγμένα στο αλάτι.
Τα κρύφια εσώτερα βλάπτουν τις όψεις κι εκεί δεν υπάρχει συνέσεως πλήγμα.
Καλό και ωραίο το μέλημα του νεκροθάφτη.
Ήχος βαρύς τριών χιλιάδων και κάτι ειδών πεταγμένων στο ζυγό της αμαρτίας.
Μια ανάσα και πέφτεις.
Χαμηλά.

Ένα ακόμη κενό στην οθόνη. Στίξη στην καταραμένη γραφή. Το μολύβι θα ρίξει τα δίχτυα σε κάτι μικρά κομματάκια παπύρου. Οι νεκροί βούλονται μερτικών.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Ήσυχη διαίρεση

Εγωπαθή συστήματα απομόνωσης
Πληρώθηκα τοις μετρητοίς χωρίς αναστολές
Εγκαταστήστε καλωδιακές
Ανοίξτε πυρ στις άπονες οθόνες
Δε θα καούν ποτέ
Κρυμμένες
Πόρνες
Ωραίες
Χαμηλά βλέμματα
Ρεψίματα ανακόλουθων συλλογισμών
Η τάση πέφτει
Η καφεΐνη στη γλάστρα είναι απαραίτητη
Το δίχως άλλο πληρώθηκε κι αυτή στην απομόνωση.
Ήταν μια ήσυχη διαίρεση.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Χωρίς σταγόνες.

η γραφή στα ακροδάχτυλα του σκοτωμένου 
απαλές νότες κλώθουν μανία
σιγή πουθενά
τα φανάρια κοκκινίζουν στον χαμό του λυτρωμού
μια σταγόνα σκουπίζεις και ύστερα ξανά εδώ
μια σταγόνα ντροπής κυλάει σταθερά στο δρομάκι
μια συγγνώμη νισάφι δεν φτάνει
καλύπτει κουκκίδες στο χάρτη
απέναντι
δυο βήματα ίσκιος χωρίζει τα νύχια απ τα χέρια
τα πόδια μικραίνουν σαν γίγαντας πέσει με φόρα
στα νύχια
όλοι 
στα νύχια
σκύψτε
όλοι
κι εσύ που ακούς μακριά στην αγάπη 
τα μάτια στα αστέρια
κοίτα με λίγο που κλαίω
θα στάξω βροχή
Καπνό
και σταγόνες
Σταγόνες ντροπής.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Ηχητικές ανατάσεις

Σ' αγαπώ
Κράτς
Μπαμ
Γκντουπ
Μετρημένοι γήινοι εραστές αναρρώστε στην αγκαλιά των ερωμένων σας
Γκντουπ

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

ΔΥο...Τρεις....Τέσσερα ανυπόμονο

Τα κρανία δε θα πάψουν να μιλάνε
Φτωχικές μου λέξεις ανεβείτε στο τρένο
Τη σημαία μου υψώνω
Μικροί μου αρουραίοι ευπρόσδεκτοι
Εσύ εδώ
Εσύ εκεί
Η ματιά στον ορίζοντα πυροβολεί τα αναλφάβητα σύμβολα της αριστουργηματικής απραξίας σου
Σφυρίξτε ανέμελα
Ένα
Δύο
Τρία
Τέσσερα δεν με περίμενες
Τα ενδιάμεσα οστά λευκαίνουν στον ήλιο
Μαύρισμα
Τα οστά μου κλείνουν έναν Ευριπίδη, άμαχο πληθυσμό και μια κεραία
Ικανός εξοπλισμός
Πάμε για πόλεμο
Καμπάνες ηρωικές
Ακυρώστε τον πόλεμο
Απόψε έσπασα το νύχι μου.
και Μολύνθηκε
Αιωνία μου η Μνήμη.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Σχολείο

Δημοσίευση
Επικήδειος αναγγελία
Τελευταίος στον κατάλογο
Ωραίος μήνας
Θανατικός
Το λαρύγγι σου κομμένο με όμορφη κορδέλα στολίδι
Ενθύμια καμπάνες
Κατασκευάστε πόρνες το μνημείο του
Μην ενοχλείτε τα άνθη
Τα γαϊδουράγκαθα έχουν λόγο ύπαρξης.
Το κόκκινο χρώμα δεν επηρεάζει τη βαφή στα δόντια.
Κλείστε τις θύρες.
Λείπεις
Η ομορφιά σου είναι δεδομένη.
Καμιά κοπέλα στον τύμβο σου.
Μια σκοτεινή σκιά παρίσταται
υπόγεια
χαμηλού αναστήματος
κλείνει την επωδή με ένα χαμόγελο
"κάποτε θα πεθάνουμε όλοι"
και θα γίνουμε άγγελοι
θα βλέπουμε από ψηλά
τις κλειστές θύρες
ανοιχτές οάσεις κολάσεως
ο ρυθμός μας θα λούζει τα οστά μας
θα χορεύουμε.

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Κάποτε ήρθε ένας αρουραίος με κόκκινο μουστάκι
είπε θα ισιάξω τον καιρό
θα δίνω μάχη για τα φύκια του αγρού
θα μάθω στα πουλιά να κολυμπάνε
τις νυχτερίδες να ξυπνάνε ξημερώματα
και είπε
είπε θα μάθω στα λουλούδια πως να ζουν δίχως νερό
θα κόψω τις κακές συνήθειες των προγόνων
Είπε
Είπε
Μια στάλα αλήθεια στα μάτια του είδαν όλοι
Μια στάλα ξέψυχο άφαγο ωμό ανταριασμένο κρέας δεν το είδανε
Δεν είχε ήλιο εκείνη την ημέρα
Δάκρυα έσταζε ο γαλάζιος μου εχθρός κουνώντας το γκρι παλτό του πέρα δώθε και ένας κεραυνός ραβδί στο μεγαλείο του
Χωρίς γυαλιά
Χωρίς μάτια
Χωρίς κρανία μουδιασμένα
Πτώματα χορεύανε και γράφανε την καταδίκη τους
Ελεήστε τη ζητιάνα
Οι μολυβιές στη δυστυχία σας τραβάνε δυο ματιές, τσακίζουν, φεύγουν πάλι
Κοινωνική κατακράτηση υγρών
Καθετήρας ιδανικός και απέραντος υψώνεται σαν μίσησε η ζωή την εξουσία κι είπε να πάει σ' άλλον τόπο
Κάποτε ίσιαξε ο καιρός και ο αρουραίος
Γιατί γι αυτόν μιλούσα χρόνια
αιώνες τώρα
ο αρουραίος
ναι
αυτός
το δίχως άλλο
έκοψε τις κακές συνήθειες των προγόνων
έμαθε στα λουλούδια πως να ζουν δίχως νερό
έδωσε μάχες για τα φύκια του αγρού
έμαθε στα πουλιά να κολυμπάνε
στις νυχτερίδες να ξυπνάνε ξημερώματα
κι ύστερα μην κοιτάτε παρακάτω
ο μύθος μου στέρεψε το μυαλό μου
ο Αίσωπος βουλιάζει στο καράβι τραβώντας για τον κόσμο πια των ιδεών
το γκρέμισμα να αποφύγει δεν κατάφερε
στους μύθους του πονήριες βρίσκαν μερικοί
ανόητα μικρά ανθρωπάκια
ήτανε μόνο μύθοι
τι φοβόσαστε;


Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Άλλη μια νύχτα σαν κι αυτή και σαν εκείνη.

Είπες μια λέξη να βγει απ' το κρανίο καλό δεν είναι
Είπα
μια άγρια όψη σκελετωμένου εαυτού να φύγει στη λίμνη
στο βούρκο έτρεξα να βρω τα χνάρια σου
στην αγάπη δυο σημάδια
περπατάω
ακούγομαι
φαίνομαι
παθητικές διαθέσεις ενεργητικής απόλυτης σύνταξης
κι η ομορφιά κάτι που χάθηκε στο χρόνο φωνάζουν τα σκάγια σου
είπα
γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω
κι αποκρίθηκες στεγνά δεν έχεις άλλο σώμα πια να κάψω
μα η στάχτη μου ακόμη σε στολίζει, επιτρέπεται,
γυμνή στους δρόμους αλυχτούσα τον ίσκιο σου
η όψη μου ακόμη καθρεφτίζει την μορφή σου, διακεκομμένη, χωρίς κιμωλίες, χωρίς ανάσες αλλουνού αερικού
η σιωπή μου ακόμη σε πεθαίνει ανασταίνοντας τον όχλο των ματιών σου
8 λεπτά στο μέγιστο
κλαπ κλαπ
βαθιά ξεριζωμένη υπόκλιση
άγονη νύχτα γεμάτη θηρία υπέροχα
ομιλίες διακεκομμένες
φιλιά
καληνύχτες
αγάπη
όνειρα
τράγοι στην ορδή σας δώστε την πρώτη νότα να ξεπηδήσει ο έρωτας
τα τύμπανά σας με ανάβουν
μη πια
όχι
φτάνει
ποτέ δε θα φανούν δυο σταγόνες στη λίμνη
τα φύκια ξεπερνούν τις προσδοκίες μας
σωπάστε
ήγγικε το τέλος.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τρώει τις κότες.

Οι αλλοδαποί είναι κάτι μικρά σκούρα ανθρωπάκια που περπατάνε με το ένα πόδι
κρέμονται στο δέντρο της διπλανής οικίας
και κατεβαίνουν μόνο για να ξεδιψάσουν
παρατηρούν τους τοίχους μόνο από μακριά
είναι άγρια θηρία
είναι κάτι άλλο
και
ΜΑΚΡΙΑ
είπε το Μέσον.
Ναι, είπα, συναινώ.
Να μείνω ήσυχη
τα βράδια να κοιμάμαι
τα μεσημέρια μου να μη φοβάμαι.
Κι εκείνα τα ανθρωπάκια φύγανε.
Κι έμεινα ήσυχη
Κι ήρθε ο γείτονας και μου βγαλε το μάτι
Κι ήρθε το αίμα του αδερφού και ζήτησε χρυσάφι
κι ήρθαν
ήρθαν, είπε το Μέσον
μικρά πολύ μικρά
χιλιάδες
πράσινα
γαλάζια
κίτρινα
πορτοκαλί
κόκκινα
κι όλα εκείνα τα χρώματα που ο ήλιος δεν τα γέννησε στη γη για τις φατρίες
κι ήρθαν, είπε το Μέσον.
Κάθησαν στην πόρτα σου και πήραν το ψωμί σου
το δέρμα σου
κι όλα τα κόκκαλά σου
κι εσύ
κι εσύ κοιτώντας τα ξανα
είδες πως μάτην συναινούσες στα παλιά
κανένα όμοιο με εκείνα τα ανθρωπάκια
και ξανάπες, συναινώ
συναινώ να μου πάρουν το ψωμί
να μου φύγει το αίμα
η σάρκα να τρυπώσει στο μεδούλι
κι η ζωή να ανταμώσει τον τρόμο
κι είπες συναινώ
και έκανες μια υπέροχη λέξη να φαντάζει αμαρτία
σκοτωμένα εμπόδια
διαλυμένα τα σπλάχνα
κι είπες συναινώ
και η γάτα καλή είναι για φάγωμα
κι είπες συναινώ
και ο σκύλος γιατί όχι, σου είπαν
κι είπες συναινώ
και ύστερα κάτι γέλια ακούστηκαν βραχνά
κάτι κρότοι
κάτι κριτς
κρατς
δεν ακούω, ούρλιαζες
πείτε μου πιο δυνατά
να συναινέσω
μα πώς δεν ακούς πια τον εαυτό σου;

Τα διαόλια άκομη γυρίζουν στο μυαλό
η αδυναμία να γράψω κάτι καλό είναι εμφανής

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Εκεί που σπάει η λέξη

και κάπως έτσι πέρασε εκείνη η μέρα
που τα κορμιά στάζαν ιδρώτα σε κάθε στάλα ενέσιμο υγρό.
και κάπως έτσι γύρισαν και κόπηκε το μάτι που προβλέπει τα μελλούμενα
αρνήθηκα να γείρω
να ζητήσω εξουσία στο κατώφλι σου
να ανταριάσει η φλόγα που τη μάζευες σαν χτες από τη στάχτη
κόβεις μια
δυο
τα κορμιά δεν γίναν πτώματα
ξαποσταίνουν στην άκρη του ονείρου
αποθηκευμένες αναστάσεις
μετανοημένες παραστάσεις
είδα τον κήπο σου
μερίμνησα να μάθω να φυτεύω
να δω τη σπορά να αγριεύει
να σπάει το χώμα
να γίνεται αυτό που δεν
διαρροές
μία
δύο
τα κορμιά γινήκαν μανιτάρια

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Αναζήτηση

αυτάρκεια
στην ηδονή
στη λαχτάρα
στο οριζόντιο κύμα που παφλάζει
δεν είναι κάθετο
μη σε τρομάζει
το μικρό σου εργαστήρι
κατρακυλά κατευθυνόμενο
βουβαμάρα
όπως λέμε βουβός αλλόγλωσσα
όπως κοιτάς μια απο κείνες τις μέρες
καλοζυγισμένες στην αντάρα της μιας
στο πλευρό της άλλης
στην ορθογραφία σου πάλι πέφτω
τρομάζω στα ύψη
ένα μου όχι
και ένα
από κείνο που δε νιώθεις
σαν μιλάω στον άνεμο για σένα
το αίμα σου δεν μ ενοχλεί σαν κοιτώ κατάματα τη σάρκα σου
περιττές λέξεις αναποδογυρίζουν τη ροπή
ανάσες λιγωμένες χτυπούν το κεφάλι σου
κομμάτια οριζόντια
οι στρογγυλές επιφάνειες ρίχνουν αλάτι στην περίμετρο
για να λειανθούν πονέσανε κι εκείνες, μη νομίζεις
δε βρήκα ακόμη τη λέξη να σε ορίσω, λυπημένη μου
μη νομίζεις θα βρεθούν οι αποστάσεις στα σημεία
αρκεί ο κύριος με το σμόκιν να φέρει το πιάτο κολλημένο στη γραβάτα
ριγωτές αντανακλάσεις
νομίζεις πως θα βγεις απ το τούνελ
δε γυρίζει το κενό
μη νομίζεις, πριονίδια στο σακάκι του θα φέρει για το γεύμα

δε βρίσκω στίχους και κολλάω στα διαόλια
κι αυτά πισωγυρίζουν
βαρέθηκαν να βλέπουν τη σκιά μου.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Άργησα. Νύχτωσε. Παραμεθόριος ματιά στα αμπέλια σου.

Ρίχνει η φωτιά το κατευόδιο στη στείρα λογική
Μου λέει να παίζω με τις λέξεις
να σβήνω την ανάσα μου
να κόβω το μαχαίρι
το χέρι να γεμίζει ανοιγμένες αυταπάτες
τα δύο σημεία που ορίζουν τον ορίζοντα
γνωρίζουν την χρυσή τομή της ωραιότητας
χέρια ενώνονται
τα καύσιμα
αυτά τα διαόλια
που βρέχουν το περίγραμμα σου και ανάβεις
γίνεσαι μια καταραμένη λιβελλούλα
και εκεί αναπαύεσαι
το δίχως άλλο νούφαρα θα μείνουν στης μυωπίας το ταξίδι
αινίγματα η φωτιά δε κουβεντιάζει
μαλλιά ριγμένα στην απόσταση της στάχτης
αινίγματα κοροϊδεμένα
στον κεραυνό σου χτύπησα μια φλέβα
ρίξε για λίγο εκείνο εκεί το βλέμμα
κι άσε τη λάθος κίνηση
να μείνει στη σκακιέρα.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Χειροκροτήστε. Επιτρέπεται.

Κουβάλας μια μορφή
βάζεις τα χαλίκια στο στόμα
η γαργάρα ισιώνει τον πονόλαιμο
κρύβεις την απάντηση στο στήθος
και στο δαγκωμένο στόμα
αγκυλώσεις βραχνές σε προστάζουν να λιώσεις τη μέρα στο χωνί του κρυφού κρεβατιού
ταφοσυνάξεις
καρφιά να λείπουν από πλανισμένα μέλη
χωρίς κορμί η αγάπη στέκεται
πόνος σε δυο οστά
και μια κουβέρτα καλύπτει τις αναπνοές που πνίγονται στο κουταλάκι του γλυκού
στοκαρισμένες κουβέντες
δυο λόγια
μη σέρνεις το σκουλήκι
χάνεται εν μιά νυκτί στα πόδια σου
εκείνες οι κουβέντες ξανά
μια απειλή
δυο απειλές
επαναστάτες του καιρού χαμογελάστε
το στόμα μου δε θα ματώσει άσκοπα
σφυρίξτε μου τη λήξη
να προφτάσω την αρχή σας
οι τοίχοι μου θα ηρεμήσουν πάλι
οι ηδονές δε θα κλειστούν στη νηνεμία σας
παλλόμενες θα τρέμουν στην ηχώ μου
σαν θα επιβάλλουν χάρτινα κοψίματα στα χέρια.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΑΚούω

Και παίζει το τραγούδι
ξέρεις
εκείνο
που ακούω και ανάβω
και κλώθω τις σκέψεις που αλυχτάνε
σε ένα χαρτόνι λευκό
τις κάνω αλυσίδα
πλεγμένες
αντίσταση
η φλόγα τους καίει τα σκοινιά
παραθύρια ανοιχτά
ο καπνός γίνεται νήμα
δώστου κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι να αρχινήσει
πλέκω σφιχτά
οργανωμένα
η αιθάλη κουβάρι στα πόδια μου
και φτιάχνω αλυσίδα
αργοσβήνω
κι εσύ χτυπάς τις αντιδράσεις με σφυρί
μη γελάς, αγάπη,
είπα
είπες
μείναμε στα ίδια
δώρα
ευχές
τα δόντια σαπίζουν
το στόμα σου κλείνει κι ο ήχος που βγάζει μουσκεύει μια αχτίδα
δεν είσαι εκεί
βουτάς μια λέξη στο χρώμα
γραμμές την καρδιά ξεσηκώνουν τη μέρα
λειαίνεις το βλέμμα
μην τύχει τρυπούλες φανούν στην απόχη
περνάς μια κλωστή ταραγμένη
σπάει ο ιστός
χορεύει η μανία
γλυκόζη στο στόμα
κάτω ξανά
χωρίς υποψία μαγεύεις το χτύπο
μαζεύεις τα ίχνη
μα πες μου αγέρα, πότε ξαπλώνεις στην άμμο
δεν μπορώ να σε δω
τα μάτια μου κλείσανε πάλι
σκυφτές πλάτες
δυο νύχτες βαμμένες με σκούρο ερυθρό
μπλεγμένες ουσίες
νοθείες
ποινές
και ένα ξέρεις
ένα ότι
ένα για να
ένα πάλι ηρεμία σηκώνεις μια δόση στυμμένης αρχής
τρυπάς τα σημεία
και γράφεις με εκείνο το αχνό
εκείνο το ότι
εγώ
δεν
εκείνος μπορεί
αυτός ένα πράγμα
μια άλλη ουσία
ξεκίνα αγάπη να γράφεις
εδώ ένα πράγμα
στα ίχνη μιας κόρης
χωρίς οφθαλμούς
σε ένα κομμάτι πικρής σοκολάτας.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Σε κάθε πλήκτρο μια φράση


Ξερνάς τις ιδέες σου στο άδειο τσουβάλι
Μαζεύεις τα πτώματα
Υπόκωφοι ήχοι ζαλίζουν την τρύπα του λόφου
Μια λάβα δεν είναι αρκετή, ουρλιάζει ο αγέρας
Η δίνη μαθαίνει το άλφα
Στο βήτα μια όαση λάσπη αγγίζει τη μέση
Αντάρα
Μπορείς;
Ποιος είναι ο εχθρός σου, Μαρία;
Πώς ήρθες ξυστά στο λουλούδι;
Απάτητο δείχνει τον όλεθρο στην κόγχη του θρόνου
Χρήσιμος
Χρηστός
Καλός
Αγαθός
Πιο δίπλα η ανάσα βογκάει στο στέρνο
Μην είσαι διαβάτης
Τα βήματα δεν ωφελούν
Ακούς πάλι ήχους
Κουρέλια
Συντρίμμια
Τετράποδα κάναν τα δύο τους πόδια εγχείρηση χέρια
Μια στάλα θαρρείς πως μ αρέσει να χτυπάει στο τζάμι
Μα είναι ένα βάσανο που μέρα και νύχτα στοιχειώνει τα μαύρα φτερά σου
Με λύσσα ζητάς την αλήθεια
Αιτία ζητάς να απαλύνεις τον πόνο
Μα οι ιδέες κοιμούνται θολές μες στο άδειο τσουβάλι
Κι ό,τι περνάει δεν είναι αρκετό να γλυκάνει τη θάλασσα
Αφαλάτωση.