Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΑΚούω

Και παίζει το τραγούδι
ξέρεις
εκείνο
που ακούω και ανάβω
και κλώθω τις σκέψεις που αλυχτάνε
σε ένα χαρτόνι λευκό
τις κάνω αλυσίδα
πλεγμένες
αντίσταση
η φλόγα τους καίει τα σκοινιά
παραθύρια ανοιχτά
ο καπνός γίνεται νήμα
δώστου κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι να αρχινήσει
πλέκω σφιχτά
οργανωμένα
η αιθάλη κουβάρι στα πόδια μου
και φτιάχνω αλυσίδα
αργοσβήνω
κι εσύ χτυπάς τις αντιδράσεις με σφυρί
μη γελάς, αγάπη,
είπα
είπες
μείναμε στα ίδια
δώρα
ευχές
τα δόντια σαπίζουν
το στόμα σου κλείνει κι ο ήχος που βγάζει μουσκεύει μια αχτίδα
δεν είσαι εκεί
βουτάς μια λέξη στο χρώμα
γραμμές την καρδιά ξεσηκώνουν τη μέρα
λειαίνεις το βλέμμα
μην τύχει τρυπούλες φανούν στην απόχη
περνάς μια κλωστή ταραγμένη
σπάει ο ιστός
χορεύει η μανία
γλυκόζη στο στόμα
κάτω ξανά
χωρίς υποψία μαγεύεις το χτύπο
μαζεύεις τα ίχνη
μα πες μου αγέρα, πότε ξαπλώνεις στην άμμο
δεν μπορώ να σε δω
τα μάτια μου κλείσανε πάλι
σκυφτές πλάτες
δυο νύχτες βαμμένες με σκούρο ερυθρό
μπλεγμένες ουσίες
νοθείες
ποινές
και ένα ξέρεις
ένα ότι
ένα για να
ένα πάλι ηρεμία σηκώνεις μια δόση στυμμένης αρχής
τρυπάς τα σημεία
και γράφεις με εκείνο το αχνό
εκείνο το ότι
εγώ
δεν
εκείνος μπορεί
αυτός ένα πράγμα
μια άλλη ουσία
ξεκίνα αγάπη να γράφεις
εδώ ένα πράγμα
στα ίχνη μιας κόρης
χωρίς οφθαλμούς
σε ένα κομμάτι πικρής σοκολάτας.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Σε κάθε πλήκτρο μια φράση


Ξερνάς τις ιδέες σου στο άδειο τσουβάλι
Μαζεύεις τα πτώματα
Υπόκωφοι ήχοι ζαλίζουν την τρύπα του λόφου
Μια λάβα δεν είναι αρκετή, ουρλιάζει ο αγέρας
Η δίνη μαθαίνει το άλφα
Στο βήτα μια όαση λάσπη αγγίζει τη μέση
Αντάρα
Μπορείς;
Ποιος είναι ο εχθρός σου, Μαρία;
Πώς ήρθες ξυστά στο λουλούδι;
Απάτητο δείχνει τον όλεθρο στην κόγχη του θρόνου
Χρήσιμος
Χρηστός
Καλός
Αγαθός
Πιο δίπλα η ανάσα βογκάει στο στέρνο
Μην είσαι διαβάτης
Τα βήματα δεν ωφελούν
Ακούς πάλι ήχους
Κουρέλια
Συντρίμμια
Τετράποδα κάναν τα δύο τους πόδια εγχείρηση χέρια
Μια στάλα θαρρείς πως μ αρέσει να χτυπάει στο τζάμι
Μα είναι ένα βάσανο που μέρα και νύχτα στοιχειώνει τα μαύρα φτερά σου
Με λύσσα ζητάς την αλήθεια
Αιτία ζητάς να απαλύνεις τον πόνο
Μα οι ιδέες κοιμούνται θολές μες στο άδειο τσουβάλι
Κι ό,τι περνάει δεν είναι αρκετό να γλυκάνει τη θάλασσα
Αφαλάτωση.